ειρωνεία, η, ουσ. [<αρχ. εἰρωνεία <ειρωνεύομαι], η ειρωνεία·
- ειρωνεία της μοίρας, βλ. συνηθέστ. ειρωνεία της τύχης·
- ειρωνεία της τύχης, λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συμβαίνει το αντίθετο από εκείνο που ήμασταν σίγουροι ότι θα γινόταν: «μας είχαν διαβεβαιώσει πως θα βρίσκαμε σίγουρα εισιτήρια· όμως, ειρωνεία της τύχης, όταν φτάσαμε στα εκδοτήρια είχαν πουληθεί και τα τελευταία»·
- τραγική ειρωνεία, λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ενώ κάποιος περιμένει να του συμβεί κάτι καλό και ενεργεί ανάλογα, του συμβαίνει ξαφνικά ένα τραγικό γεγονός: «την Κυριακή ετοιμάζονταν για γάμο, αλλά, τραγική ειρωνεία, το Σάββατο σκοτώθηκε ο γαμπρός σε τροχαίο».